Για το Βιβλίο του Ragıp Duran Εξόριστος στη Θεσσαλονίκη
Λεωνίδας Καρακατσάνης
Η πρωτοπορία της αυτοκριτικής
Το βιβλίο του Ragıp Duran ξεκινά, (μέσω του εισαγωγικού κειμένου του Στέλιου
Κούλογλου) με την ιστορία μιας φιλίας:
της φιλίας του Ραγκίπ και του Στέλιου ως νέων φοιτητών δημοσιογραφίας στο
Παρίσι στα τέλη του 1970.
Η ιστορία ωστόσο αυτή είναι κάτι παραπάνω από απλά μια ιδιωτική υπόθεση.
Αντίθετα, αποτελεί μια αντανάκλαση της ιστορίας των ευρύτερων συλλογικών προσπαθειών
για ‘ελληνοτουρκική Φιλία από το κάτω’: Η αρχή του νήματός της βρίσκεται ακριβώς
σε εκείνες τις μικρές φιλικές πρωτοπορίες Ελλήνων και Τούρκων αριστερών
διανοούμενων, φοιτητών, εργατών και καλλιτεχνών που συναντιούνται στην Ευρώπη
του ’70 (στην Αγγλία, στην Γαλλία, στη Γερμανία) και αντιδρούν στην
μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό που τους ‘χώριζε’.[1]
Η ενδυνάμωση αυτών των ελληνοτουρκικών δικτύων με βάση τις διαφορετικές εκδοχές
του σοσιαλισμού που διαφορετικές ομάδες ακολουθούν (με διακριτά δίκτυα αυτά των
Μαοϊκών, των Τροτσκιστών, κλπ, εντείνεται και μετά το κύμα προσφύγων από την
Τουρκία στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980.
Στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1990, το νέο πεδίο ‘συνάντησης΄ Ελλήνων και
Τούρκων αριστερών γίνεται το ζήτημα των δικαιωμάτων των Κούρδων στην Τουρκία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι και στην περίπτωση των Duran και Κούλογλου, η δίκη και
καταδίκη του πρώτου για ένα άρθρο για το κουρδικό θα γίνει η αφετηρία για μια επναν-ενεργοποίηση
των φιλικών τους δικτύων ως δiκτυών αλληλεγγύης πλέον (με το ντοκιμαντέρ του Στέλιου
Κούλογλου ο Φίλος μου ο Ραγκίπ το οποίο και παρακολουθήσαμε τη βραδιά της
παρουσίασης του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη).
Μετά τους σεισμούς του 1999 και την ανάδυση ενός γενικά θετικού κλίματος
στα ελληνοτουρκικά, πραγματοποιείται η στροφή πολλών από τις πρώτες γενιές
αυτές των πρωτοπόρων προς τις ελληνοτουρκικές οργανώσεις κοινωνίας πολιτών στις
οποίες και αρκετοί/ες συμμετέχουν δυναμικά. Η αύξηση στον αριθμό αλλά και οι επιτυχίες
των τελευταίων στο να κλονίσουν τα αρνητικά στερεότυπα μεταξύ Ελλήνων και
Τούρκων έφερε και την αίσθηση—εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000—ότι οι
μεγάλες μάχες ενάντια στη μισαλλοδοξία αλλά και για τη δημοκρατία είχαν φέρει σημαντικές
νίκες και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Πολλοί θεώρησαν ότι ο ρόλος τους είχε
κλείσει ένα μεγάλο κύκλο και μπορούσαν πλέον να αποτραβηχθούν από το
ελληνοτουρκικά αυτά δίκτυα. Και η Τουρκία άλλωστε έδειχνε να έχει μπει σε ένα
μονοπάτι εκδημοκρατισμού όπου, όπως θα αναφέρω και παρακάτω, οι διεκδικήσεις
για δικαιώματα είχαν βρει χώρο πολιτικής έκφρασης. Η αλληλεγγύη προς του
Τούρκους δημοκράτες, και τους Κούρδους συντρόφους έδειχνε λιγότερο επιτακτική.
Βεβαίως-και δυστυχώς-η τελευταία δεκαετία, ανέτρεψε την
συνθήκη αυτή. Από την καταστολή των διαδηλώσεων του πάρκου Γκεζί του 2013, την
εθνικιστική στροφή του Ερντογάν στο κουρδικό το 2015, και τον ακραίο αυταρχισμό
του μετά το 2016 που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, οι
διώξεις κατά τούρκων και κούρδων ενεργοποίησαν και πάλι αυτά τα ξεχασμένα
δίκτυα αλληλεγγύης, που αντλούν τη γενεαλογία τους (ακόμα και αν δεν το
γνωρίζουν οι νεότεροι) σε εκείνες τις φιλίες και του/τις πρωτοπόρους του ’70).
Κάπως έτσι και ο Ragıp Duran βρίσκεται να αρθρογραφεί από το 2017 για το TVXS του Στέλιου Κούλογλου όταν
αναγκάζεται λόγω διώξεων του καθεστώτος Ερντογάν να αυτοεξοριστεί από την Τουρκία και να
εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη.
Γιατί όμως υπήρξε αυτή πρωτοπορία της Αριστεράς στο πεδίο της ελληνοτουρκικής
προσέγγισης και ποια η σχέση της με το βιβλίο του Duran;
Το βασικό σημείο σύμπτωσης Ελλήνων και Τούρκων αριστερών έχει υπάρξει η
συνάντησή τους ως ανθρώπων που είχαν δύο βασικά χαρακτηριστικά: Πρώτο, στις
κρίσιμες στιγμές, είχαν το σθένος να είναι αυτό-κριτικοί και αναστοχαστικοί ως
προς τον εθνικό εαυτό τους και το κράτος τους. Δεύτερο, μοιράζονταν ένα κοινό παρελθόν
διωγμών από το κράτος το οποίο στο παρελθόν τόσο την Ελλάδα όσο και στην
Τουρκία στράφηκε ενάντια στους ίδιους τους πολίτες του που ονειρεύονταν ένα πιο δίκαιο, πιο
δημοκρατικό αύριο.
Και εδώ είναι το σημείο όπου ξεκινά το νήμα, και η καρδιά του βιβλίου του Ragıp Duran, ως ένας αυτοκριτικός ως
προς τον εθνικό αυτό εαυτό και το κράτος, ιστορικο-πολιτικός αλλά και
πολιτισμικός αναστοχασμός.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε ενότητες - θεματικές που εστιάζουν, με σειρά
εμφάνισης, στην εσωτερική τουρκική πολιτική και την αυταρχική διακυβέρνηση των
τελευταίων ετών, την εξωτερική πολιτική, το Κουρδικό ζήτημα, τα ΜΜΕ στην
Τουρκία σήμερα, τα Ελληνοτουρκικά, και κλείνει με μια σταχυολόγηση των
αναπαραστάσεων του ίδιου του Ragıp Duran από την Ελλάδα που τον φιλοξενεί.
Το βιβλίο του Ragıp Duran είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του μια συλλογή
της εβδομαδιαίας αρθρογραφίας του από το 2017 έως το 2023 στο ΤVXS. Τα άρθρα
του Duran συγκεντρωμένα σε ένα τόμο αποτελούν ουσιαστικά μια ακτινογραφία, ένα
αποτύπωμα κοινωνικοπολιτικής μνήμης της παραπάνω περιόδου αυτής, και το γεγονός
αυτό αποτελεί και την πρώτη μεγάλη συμβολή του βιβλίου στην ελληνική βιβλιογραφία.
Τι σημασία έχει η ξεχωριστή αποτύπωση της περιόδου αυτής κατά την οποία αρθρογραφεί
ο Duran από την Ελλάδα για το TVXS ως
συνέπεια της αναγκαστικής αυτοεξορίας του;
Η περίοδος μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 είναι ίσως
η πιο μαύρη περίοδος από πλευράς επίσημης δομικής πολιτικής συγκρότησης της Τουρκίας
τα τελευταία 70 χρόνια.
Δεν είναι ότι δεν υπήρξαν άλλοι περίοδοι στην Τουρκία όπου η δημοκρατία
ήταν βαριά τραυματισμένη η βαθιά υπονομευόμενη, το αντίθετο μάλιστα, με πιο πρόσφατο
παράδειγμα το πάλαι ποτέ βαθύ κράτος τη δεκαετίας του 1990. Δεν είναι τυχαίο
ότι ο ίδιος ο Ragıp Duran κουβαλά στους ώμους του και μια ποινή φυλάκισης από
το 1998 για την δημοσιογραφία του πάνω στο κουρδικό ζήτημα.
Ωστόσο, κατά την περίοδο 2017-2023 η λογική του πάλαι ποτέ βαθέως κράτους της
Τουρκίας γίνεται επίσημη λογική του κράτους. Το κράτος Ερντογάν που είχε ήδη
από το 2013 στραφεί σε έναν διογκούμενο αυταρχισμό, στρέφεται κατά όλων των
πιθανών εχθρών του βάζοντας από τη μία στο ίδιο τσουβάλι αντιπολιτευόμενους
πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους και δασκάλους με πραξικοπηματίες, και από την
άλλη φονταμενταλιστές του ισλαμικού κράτους με τους κούρδους ακτιβιστές των δικαιωμάτων.
Βέβαια, οι παλιές και βάναυσες λογικές του βαθέως κράτους ‘λειαίνονται’
αυτή την περίοδο. Οι δολοφονίες από ανώνυμους εκτελεστές (που ξεσήκωναν τις
οργανώσεις ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τη δεκαετία του 1990) αντικαταστάθηκαν από δολοφονίες χαρακτήρων,
από κοινωνικούς θανάτους χιλιάδων απολυμένων που δεν μπορούν να προσληφθούν
ούτε ως χειρωνακτικοί εργάτες λόγω του φόβου των εργοδοτών, από μακρές
διαδικασίες μηνύσεων και δικών που δεν έχουν τέλος με στόχο την πολιτική
αδρανοποίηση, ή την ώθηση στην αυτοεξορία. Όπως πολύ εύστοχα επαναλαμβάνει ο Duran στο βιβλίο του μέσα από το
παραδείγματα που μας δίνει, η Τουρκία έγινε μια χώρα που το κράτος δικαίου είχε
απλά εξαφανιστεί από τον νομικο-πολιτικό χάρτη.
Ακόμα πιο βαρύ όμως είναι το γεγονός ότι την περίοδο 2017-2023 επέρχεται
μια άγρια διάψευση των ελπίδων και των ονείρων που είχαν καλλιεργηθεί την
αμέσως προηγούμενη περίοδο για μια δημοκρατική Τουρκία. Η εικοσαετία της
εξουσίας του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) του Ερντογάν ξεκίνησε με
όνειρα δημοκρατικά, και κατά κύριο λόγο με το άνοιγμα ενός χώρου διεκδίκησής
και ελπίδας. Έναν χώρο που όντως τον άνοιξε το ΑΚP με τις μεταρρυθμίσεις της
πρώτης τετραετίας 2002-2006 απέναντι στο λεγόμενο ‘κεμαλικό’ βαθύ κράτος
στρατού/υπηρεσιών. Αλλά τις ελπίδες δεν τις χάρισε αυτό το καθεστώς. Τις
ελπίδες τις διεκδίκησαν και τις κέρδισαν με δημοκρατικές ‘μάχες’ γενναίοι
άνθρωποι και κοινωνικές ομάδες με οδηγώντας στην εδραίωση μιας σειρά δικαιωμάτων:
Όπως το δικαίωμα να μιλήσεις για το βαρύ παρελθόν της μισαλλοδοξίας και της
εθνικιστικής βίας στην χώρα, ενάντια στην επίσημη εθνική αφήγηση, όπως έγινε
όταν Τούρκοι αριστεροί και φιλελεύθεροι διανοούμενοι οργάνωσαν εκδηλώσεις μνήμης
για τα Σεπτεμβριανά του ‘55 το 2005 ή ξεκίνησαν το 2008 μια καμπάνια υπογραφών
για μια ‘συγγνώμη στον Αρμενικό Λαό’ για την γενοκτονία του 1915.
Όπως τα δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ που δυναμικά βγήκαν στο προσκήνιο σε μια συντηρητική
χώρα σαν την Τουρκία, με το κίνημα να φτάνει στο σχεδόν απίστευτο ορόσημα της
διοργάνωσης, το 2008, ενός από τα μεγαλύτερα σε διάρκεια και συμμετοχή pride
της Ευρώπης. Όπως την αναγέννηση του φεμινιστικού κινήματος, τα δικαιώματα στη
γλώσσα και στην ταυτότητα για τον κουρδικό πληθυσμό, την προτροπή για ειρήνευση
και λύση στο κουρδικό ζήτημα.
Όλες αυτές ήταν διαδικασίες ελπιδοφόρες που κινητοποιούσαν όλους και όλες
παρά το πολιτικό πλαίσιο εξουσία του ΑΚP και του ίδιου του Ερντογάν που
έδειχνε ήδη από το 2007 τις αυταρχικές και συντηρητικές επιλογές του.
Αυτό που αλλάζει την περίοδο 2017-2023 είναι το πως η ελπίδα σχεδόν ψυχορραγεί.
Και αυτό δεν σημαίνει ότι την περίοδο αυτή δεν συνέχισαν κάποιοι να
διεκδικούν δυναμικά και θαρραλέα και με αυταπάρνηση την προστασία της
νομιμότητας και της δημοκρατίας. Και σε αυτές τις γενναίες εκφάνσεις θα κάνει
αναφορά ο Duran
στο βιβλίο.
Το ότι η ελπίδα ψυχορραγεί δεν σημαίνει ότι δεν εμφανίστηκαν έκτοτε και στους δημοκρατικές νίκες (όπως οι εκλογικές
νίκες της αντιπολίτευσης στους μεγάλους δήμους της χώρας το 2019 όπου έφεραν
μια ρωγμή στην απόλυτη κυριαρχία του εθνικιστικού-συντηρητικού μπλοκ).
Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα της περιόδου 2017-2023 ήταν ότι η αίσθηση ότι ο
μεγάλος αγώνας για δημοκρατία και κράτος δικαίου έχει χαθεί ήταν πλέον έκδηλη.
Η ελπίδα, μια ενεργή κινητοποιητική πολιτική δύναμη, έδωσε τη θέση της
σε μια παθητική ευχή, ότι κάτι, ίσως, κάποτε, θα γίνει και τα πράγματα
αλλάξουν. Αυτή η παθητική ευχή βλέπουμε αρκετές φορές να κάνει την εμφάνισή της
στις καταληκτικές προτάσεις των κειμένων του Ragıp Duran. Η αντικατάσταση της ελπίδας από
μια ευχή αποτέλεσε ουσιαστικά και μια αποδοχή ότι στην Τουρκία ότι η κοινωνία
είναι εγκλωβισμένη κάτω από ένα καθεστώς που έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας
δικτατορίας με την εξαίρεση της εκλογικής διαδικασίας.
Η ακτινογραφία του αυταρχισμού
Επιστρέφω λοιπόν στη σημασία του βιβλίου. Το βιβλίο του Ragıp Duran εκδίδεται σε μια
ιδιαίτερη στιγμή αρχές Δεκεμβρίου του 2023. Είναι μια στιγμή κατά την οποία το
καθεστώς Ερντογάν φαίνεται να είναι αναγκασμένο να πραγματοποιήσει μια σειρά από
ανοίγματα, για ποικίλους λόγους καταρχάς οικονομικούς αλλά και γεωπολιτικούς,
και δείχνει αναγκασμένο να αναζητήσει μια ευρύτερη διεθνή νομιμοποίηση. Η
τραγική κατάσταση στην οικονομία δείχνει ότι η νομιμοποίηση μέσω ενός
μισαλλόδοξου λαϊκισμού στο εσωτερικό, και μέσω της των ελιγμών με ρίσκο στην
εξωτερική πολιτική δεν αρκεί. Μια σειρά αλλαγών στην Τουρκία το πιστοποιεί.
Από την άνοιξη του 2023, ένας σημαντικός αριθμός των απολυμένων ακαδημαϊκών
του 2016 (οι λεγόμενοι υπογράφοντες/imzacιlar που είχαν εκδιωχθεί λόγω της
κριτικής τους προς τη βίαιη στροφή Ερντογάν στο κουρδικό ζήτημα το 2015) έχουν
επιστρέψει στις θέσεις τους με δικαστικές αποφάσεις (αποφάσεις εντός ενός δικαστικού
συστήματος το οποίο παραμένει ελεγχόμενο και συνεπώς δεν θα έκανε από μόνο του
ανοίγματα δίχως εκ των άνωθεν εντολές). Η πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα
στις 7 Δεκεμβρίου του 2023 επίσης πιστοποίησε μια σημαντική στροφή σε ρητορικό
/ συμβολικό επίπεδο των επιλογών Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική, ανοίγοντας
ίσως και την πιθανότητα για μια επιστροφή στο σημείο που οι σχέσεις με την
Ελλάδα είχαν μείνει στα μέσα του 2000, όταν η δυναμική της προσέγγισης και της
διπλωματίας των σεισμών είχε αφεθεί να παγώσει (κυρίως με ελληνική ευθύνη
τότε).
Δίχως όλα τα παραπάνω να σημαίνουν ότι δεν μπορεί τα πράγματα να εκτραπούν
και πάλι, δεν μπορούμε παρά να εκλάβουμε ως σημαντική την πιθανότητα να
βρισκόμαστε μπροστά σε μια ΄στροφή’ του
καθεστώτος. Είναι η θα είναι μια στροφή του καθεστώτος τύπου Ισμέτ Ινονού ο
οποίος το 1946 διαπίστωσε ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν μπορούσαν να στηρίξουν
πλέον τον παλαιό μονοκομματισμό και τις ολοκληρωτικές πολιτικές που είχε
ακολουθήσει το κράτος την δεκαετία 1935-45 από την σφαγή στο Ντερσίμ ως το φόρο
Περιουσίας του 1942, ή τύπου Ισπανίας, που θα ακολουθήσει μετά από μια ομαλή
αλλαγή ηγεσίας; Μήπως και ο ίδιος ο Ερντογάν
μπαίνοντας στην τελευταία του θητεία ως πρόεδρος σκέφτεται και πιο πολύ την
ιστορική του εικόνα παρά το άμεσο πολιτικό όφελος;
Μπορούμε να απαντήσουμε μόνο με ένα ‘ίσως’ τη στιγμή αυτή.
Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία, και το συνδέω και με τη σημασία του βιβλίου του
Ragıp Duran είναι ότι η περίοδος μετά το 2016 και ως
σήμερα στην Τουρκία, με την έξαρση του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας και την
λαϊκή νομιμοποίηση του αυταρχισμού του μεγάλου ηγέτη, με την βίαιη επαναφορά
της εικόνας του Κούρδου ως τον μεγάλο εχθρό του έθνους, με την διάχυση μιας
μεγαλομανίας στην εξωτερική πολιτική (από περιθωριακή που ήταν στο παρελθόν), θα
αφήσει, δυστυχώς, το αποτύπωμά της στην τουρκική κοινωνία και πολιτική για
χρόνια.
Το βιβλίο του Ragıp Duran έρχεται
λοιπόν ως ένα ιστορικό όσο και κοινωνιολογικό αποτύπωμα αυτής της περιόδου για
να μας ακονίσει την μνήμη για το τι έγινε, αλλά και να προσφέρει εύστοχες και
αναστοχαστικές εξηγήσεις για το φαινόμενο του αυταρχικού νέο-σουλτάνου όπως
αναφέρεται συχνά στον Ερντογάν ο Duran. Οι συνδέσεις αυτές, τις οποίες και συχνά κάνει ο Duran στα κείμενά του
προσπαθούν να αναδείξουν ότι το φαινόμενο Ερντογάν δεν πρέπει να ιδωθεί ως μια
παρθενογένεση αλλά ως μια επανεμφάνιση αυταρχικών πρακτικών που έχουν εγγραφεί
στο πλαίσιο μια γενεαλογίας του τουρκο-ισλαμικού εθνικισμού.
Τα άρθρα του Duran σε
κάθε θεματική που διαπραγματεύεται, βάζουν μια ιστορική πλαισίωση και αποτελούν
και την πινελιά του ίδιου του αρθρογράφου στην αναζήτηση αυτής της γενεαλογίας
των κρατικών πρακτικών που περιγράφει.
Το μέρος του βιβλίου που αυτή την πλαισίωση την προσφέρει με μεγάλη
ευστοχία είναι αυτό που διαπραγματεύεται το Κουρδικό ζήτημα (ζήτημα με το οποίο
ο Duran έχει ασχοληθεί ως και
ένας από τους πρωτοπόρους δημοσιογράφους της Τουρκίας). Από την αρχή του
βιβλίου άλλωστε γίνεται φανερό ότι για τον ίδιο, η βίαια διαχείριση της
διαφορετικότητας και ετερότητας στην Τουρκία αποτελεί ένα χρόνια πλήγμα που χαράζει την ιστορία της Τουρκίας. Από την
ανάγνωση των κειμένων του Duran για το κουρδικό δεν είναι μόνο το ευρύ κοινό με ένα
ενδιαφέρον για την Τουρκία αλλά και οι εξιδεικευμένοι επιστήμονες που έχουν να
κερδίσουν
Σε άλλα σημεία του βιβλίου ο Duran εμφανίζεται προφητικός, στο άρθρο τους για το σεισμό της
Σμύρνης (του 2020) διαπιστώνει τα προβλήματα της ‘άφεσης’ πολεοδομικών
παραβάσεων, της αντιμετώπισης των καταστροφών από το φίλο-κυβερνητικά
συντηριτικο-ισλαμικά ΜΜΕ ως ‘θεόσταλτες΄, αλλά και την ενεργή κινητοποίηση της
κοινωνίας των πολιτών που καλέστηκε να διαχειριστεί την καταστροφή. Η τραγική
ειρωνεία είναι ότι τα είδαμε όλα αυτά να επαναλαμβάνονται ξανά δυστυχώς σε
μεγέθυνση τον Φεβρουάριο του 2023 με τους μεγάλους σεισμούς στα νοτιοανατολικά
της χώρας.
Όταν η αυτοκριτική ματιά
εκτίθεται στον ‘άλλο’.
Νομίζω ότι πάντα μια παρουσίαση για να έχει αξία πρέπει να εμπεριέχει και χει
μια κριτική ματιά στα πράγματα. Και το βασικό ερώτημα που μου έφερε στο μυαλό η
ανάγνωση του βιβλίου του Ragıp Duran στα ελληνικά ήταν το εξής: πως θα το
διαβάσουν/κατανοήσουνε οι Έλληνες;
Το ερώτημα δηλαδή, για να το θέσω γενικότερα, είναι το πώς γίνεται αντιληπτή
μια αυτοκριτική προς τον εθνικό εαυτό αφήγηση όταν γίνεται προσβάσιμη στην ‘άλλη’
πλευρά. Πως δηλαδή εγκολπώνεται στην ελληνική αφήγηση για την Τουρκία, η
αυτοκριτική ματιά ενός Τούρκου αριστερού, προοδευτικού; Κρύβει ίσως κάποιους
κινδύνους αυτή η ‘έκθεση’ του κριτικού εαυτού στον ‘άλλο’;
ΟΙ κίνδυνοι πιστεύω ότι υπάρχουν και έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο
παρελθόν όταν η Ελληνική κοινωνία κλήθηκε να νουθετήσει μια κριτική οπτική προς
το τουρκικό κράτος μεταφράζοντάς της με τους δικούς της όρους. Κατεξοχήν
παράδειγμα το κουρδικό ζήτημα που ξεκινά ως θέμα αλληλεγγύης Ελλήνων στους
Κούρδους της Τουρκίας στις αρχές του 1990 αλλά κατέληξε συχνά να γίνεται όχημα
για τον ελληνικό εθνικισμό και της λογικής «ο εχθρός του εχθρού μου ο καλύτερος
φίλος». Είδαμε πολλές φορές το κουρδικό να γίνεται ‘εργολαβία’ στην Ελλάδα από
ανθρώπους που ελάχιστα συναισθήματα έτρεφαν για «μειονοτικά δικαιώματα», για
απαγορευμένες γλώσσες.
Ας το κοιτάξουμε και από την ανάποδη. Γιατί στους αρέσεις στους τούρκους
εθνικιστές να σταχυολογούν ατάκες (και συνήθως όχι όλο το πλαίσιο) από φωνές
του ελληνικού ακαδημαϊκού χώρου που έχουν το σθένος να μιλήσουνε αυτό-κριτικά
για την ελληνοτουρικές σχέσεις όπως ο Αλέξης Ηρακλείδης ή για την ιστορία όπως
ο Τάσος Κωστόπουλος.
Ο Ragıp
Duran, στο
πλαίσιο αυτής της αναστοχαστικής αυτοκριτικής ματιάς γράφει αρκετές φορές στο
βιβλίο για τα «κακά των τούρκων» αναζητώντας τις συνέχειες και γενεαλογίες στις
αυταρχικές πρακτικές, ωστόσο το γράφει καταρχάς αυτοκριτικά, ως προς ένα
κομμάτι μιας πολιτικής κουλτούρας και μιας παράδοσης η οποία είναι δική του.
Κατά δεύτερο λόγο το γράφει έχοντας βαθιά την επίγνωση των πολλαπλών
αποχρώσεων, των αντιστάσεων απέναντι στο ακραία συντηρητικό ισλάμ και τον
αυταρχισμό που έχουν ιστορικό βάθος στην χώρα που φτάνει ως και τα μέσα του 19ου
αιώνα.
Υπάρχει εδώ κάποιος κίνδυνος;
Ναι υπάρχει. Ο κίνδυνος είναι o Έλληνας αναγνώστης, ελλείψει
αυτής της αίσθησης των αποχρώσεων, να δει σε αυτή την ακτινογραφία της
Τουρκικής κοινωνίας να επιβεβαιώνονται απλά τα αρνητικά στερεότυπά του. Και η
απάντησή του μετά την ανάγνωση να είναι: «κοίτα.. οι Τούρκοι είναι ‘έτσι’», «κοίτα…
αφού ο αυταρχισμός του Ερντογάν πηγάζει από το παρελθόν, η Τούρκοι το έχουν στο
DNA
τους», και «κοίτα, αφού ο Ερντογάν είναι ακόμα και για ένα τούρκο τόσο ΄κακός΄ προφανώς
έχει άδικο σε όλα (και άρα εμείς, οι έλληνες, έχουμε αντίστοιχα δίκιο σε όλα
όταν τίθενται ζητήματα ελληνοτουρκικής φύσης)».
Αν έχω λοιπόν μια φιλική και εκ των έσω κριτική να αρθρώσω είναι
ότι η προστατευτική εξορία στην Θεσσαλονίκη που τιτλοφορεί το βιβλίο έχει
αγκαλιάσει τον Ragip
Duran, σε
βαθμό που προφέρει μερικές φορές μια εξιδανικευμένη εικόνα της από εδώ πλευράς,
που οδηγείο τον ίδιο να προϋποθέτει ένα κριτικό Έλληνα αναγνώστη ως τον
αναγνώστη του.
Είμαστε στα αλήθεια ‘λίγο πιο πολιτισμένοι, και βέβαια πιο δημοκράτες’ εδώ
στην Ελλάδα όπως γράφει ο Duran στην πρώτη σελίδα του βιβλίου; Μάλλον όχι… θα έλεγε ο αντίστοιχα
αυτοκριτικός Έλληνας παρατηρητής, και ούτε η λέξη ‘κομμουνισμός’ γίνεται
αποδεκτή με θετικότητα στην πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού όπως γράφει στην
σελίδα 206.
Κλείνω, τονίζοντας ότι ο κίνδυνος αυτός στον οποίο αναφέρομαι δεν μπορεί να
αποσοβηθεί πλήρως, και πάντα θα υπάρχει όταν η αυτοκριτική ματιά ταξιδεύει,
όπως και πρέπει, μεταξύ εαυτών και άλλων. Η λύση ίσως στο να περιοριστεί ο
κίνδυνος αυτός όμως είναι απλή: η πλαισίωση. Ο τόπος μέσα από τον οποίο
θα εκφραστεί μια άποψη, πάντα χρωματίζει, δίνει τον τόνο για τον τρόπο που θα
πρέπει να ερμηνευτεί μια κατάθεση γνώσης, αλλά—στην περίπτωση των κειμένων του Ragıp Duran—και μια κατάθεση ψυχής.
Το γεγονός λοιπόν ότι ο Ragıp
Duran αρθρογραφεί για το TVXS και
εκδίδει με το ΕΝΕΚΕΝ αποτελεί αυτή την εγγύηση της προδιαγραφής που κάνει τον ίδιο
να έχει δίκιο όταν γράφει έχοντας στο νου του έναν κριτικό Έλληνα αναγνώστη. Αν
και βέβαια, όπως η μεταδομιστική σκέψη μας έχει δείξει, το γραπτό κείμενο
ξεκινά ένα ταξίδι από την έκδοσή του και μετά δίχως ο συγγραφέας πλέον να το
ελέγχει, η πλαισίωση που αναφέρω λειτουργεί ίσως σαν ένα σωσίβιο, το οποίο το κείμενο
‘φορά’ για να επιπλέει στις φουρτούνες των μαχών των επανερμηνιών.
Πηγή.
Karakatsanis, L. (2014). Turkish-Greek relations. Rapprochement, Civil society and the
politics of friendship. Routledge.
[1] Βλ. Karakatsanis, L.
(2014). Turkish-Greek relations.
Rapprochement, Civil society and the politics of friendship. Routledge.
Yorumlar